Το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων του ΕΚΠΑ συμμετείχε, την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024, στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Γερμανοελληνικός Επιχειρηματικός Σύνδεσμος (DHW Deutsch-Hellenische Wirtschaftsvereinigung) υπό τον τίτλο «Ελληνογερμανικές συνομιλίες». Στην ημερίδα, η οποία φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο Grand Hyatt Hotel Syngrou, συμμετείχαν εκπρόσωποι του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου,/ πανεπιστημιακοί και δημοσιογραφοί, που συζήτησαν όψεις των ελληνογερμανικών σχέσεων, καθώς και ζητήματα σχετικά με τον ρόλο της ελληνικής Διασποράς στην Γερμανία.
Το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων εκπροσώπησε η επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, και διευθύντρια του Εργαστηρίου, κα Τζένη Λιαλιούτη. Στην εισήγησή της, η κα Λιαλιούτη εστίασε στην εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τομές και συνέχειες, από την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη σημερινή συγκυρία. Η κα Λιαλιούτη πλαισίωσε την εισήγησή της, με αναφορά στη σχέση της ιστορικής μνήμης με την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, αλλά και των παραταξιακών ταυτοτήτων. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, έκανε ξεχωριστή αναφορά στα χαρακτηριστικά του αντιγερμανικού λόγου στην περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
Παράλληλα, σκιαγράφησε το σημερινό πλαίσιο των ελληνογερμανικών σχέσεων, όπως διαμορφώνεται υπό την επίδραση σημαντικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων, αλλά και νέων ιδεολογικών τάσεων. Ως προς την πρώτη διάσταση, η κα Λιαλιούτη επισήμανε τον μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των διατλαντικών σχέσεων υπό το πρίσμα της δεύτερης προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Ως προς την δεύτερη διάσταση, σημείωσε την ένταση με την οποία επανακάμπτει στο δημόσιο λόγο, αλλά και στα ερμηνευτικά σχήματα της κοινωνίας και της πολιτικής, η έννοια του συνόρου, στο σημερινό περιβάλλον των πολύ-κρίσεων. Υποστήριξε επίσης πώς η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάφεια με τις δομές συναισθημάτων, οι οποίες συνδέονται με τρέχουσες όψεις της πολιτικής συμπεριφοράς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Στη συζήτηση που ακολούθησε τέθηκαν ζητήματα σχετικά με την εξέλιξη τωνελληνογερμανικών σχέσεων, τόσο στο διμερές επίπεδο, όσο και στο πλαίσιοτης συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
https://hub.uoa.gr/symmetochi-tou-ergastiriou-meletis-ellinogermanikon-scheseon-tou-ekpa-se-imerida-tou-germanoellinikou-epicheirimatikou-syndesmou-me-titlo-ellinogermanikes-synomilies/
Teilnahme des Labors für das Studium der griechisch-deutschen Beziehungen der Universität Athen an einem Workshop der Deutsch-Hellenischen Wirtschaftsvereinigung mit dem Titel „Griechisch-Deutsche Gespräche“
Das Labor für das Studium der griechisch-deutschen Beziehungen der Universität Athen nahm am Freitag, den 22. November 2024, an der von der Deutsch-Hellenischen Wirtschaftsvereinigung (DHW) organisierten Konferenz mit dem Titel „Griechisch-Deutsche Gespräche“ teil. An der Konferenz, die im Grand Hyatt Hotel Syngrou stattfand, nahmen Vertreter aus Wirtschaft und Politik, Wissenschaftler und Journalisten teil, die Aspekte der deutsch-griechischen Beziehungen sowie Fragen im Zusammenhang mit der Rolle der griechischen Diaspora in Deutschland diskutierten.
Das Labor für das Studium der deutsch-griechischen Beziehungen wurde von der Assistenzprofessorin der Fakultät für Politikwissenschaft und öffentliche Verwaltung und Leiterin des Labors, Frau Lialiouti, vertreten. In ihrem Vortrag konzentrierte sich Frau Lialiouti auf das Deutschlandbild in Griechenland und wies auf Überschneidungen und Kontinuitäten von der Zeit des Ersten Weltkriegs bis zur heutigen Situation hin. Frau Lialiouti umrahmte ihren Vortrag mit einem Verweis auf die Beziehung zwischen historischem Gedächtnis und der Konstruktion nationaler Identität sowie der Konstruktion von parteipolitischen Identitäten. Im Rahmen dieser Analyse ging sie insbesondere auf die Merkmale des antideutschen Diskurses ein in der Zeit der griechischen Wirtschaftskrise.
Gleichzeitig skizzierte er den aktuellen Rahmen der deutsch-griechischen Beziehungen, wie er sich unter dem Einfluss bedeutender geopolitischer Umwälzungen sowie neuer ideologischer Trends gestaltet. In Bezug auf die erste Dimension hob Frau Lialiouti den Wandel der transatlantischen Beziehungen im Lichte der zweiten Amtszeit von Donald Trump als Präsident hervor. In Bezug auf die zweite Dimension wies sie auf die Intensität hin, mit der das Konzept der Grenze im öffentlichen Diskurs sowie in den Deutungsmustern von Gesellschaft und Politik im aktuellen Umfeld der Multikrise wieder auftaucht. Er argumentierte auch, wie diese Entwicklung im Zusammenhang mit den Strukturen der Emotionen betrachtet werden sollte, die mit aktuellen Aspekten des politischen Verhaltens auf nationaler und internationaler Ebene verbunden sind.
In der anschließenden Diskussion wurden Fragen zur Entwicklung der deutsch-griechischen Beziehungen sowohl auf bilateraler Ebene als auch im Zusammenhang mit der Beteiligung an der Europäischen Union angesprochen.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ κας ΛΙΑΛΙΟΥΤΗ
ES FOLGT DER KOMPLETTE TEXT DES REDEBEITRAGS VON FRAU PROFESSOR LIALIOUTI (eigene Übersetzung)
Εισήγηση της καθηγήτριας Τζένης Λιαλιούτη, ΕΚΠΑ, Δ/ντριας Εργαστηρίου Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων του ΕΚΠΑ, στο 3ο Πάνελ με θέμα: «Ελλάδα και Γερμανία στην ΕΕ: Κοινοί στόχοι; Κοινές πολιτικές;»
Θα ήθελα να συνεισφέρω στη συζήτηση από τη δική μου σκοπιά, καθώς εγώ ειδικεύομαι σε θέματα σύγχρονης ιστορίας, δημόσιας διπλωματίας και εικόνας ξένων χωρών. Ξεκινώντας από το ερώτημα που είναι ο άξονας της σημερινής συζήτησης, για τους κοινούς στόχους και τις κοινές πολιτικές μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στην ΕΕ, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η διαμόρφωση στόχων και πολιτικών, αν και τείνουμε να θεωρούμε πως αφορά στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας, είναι ωστόσο μια δυναμική διαδικασία που δεν μπορεί να απομονωθεί από τα ρεύματα της κοινωνίας, από τις προσλήψεις στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Συνεπώς, η ιστορική μνήμη και οι χρήσεις της, μαζί με τα πολιτισμικά στερεότυπα διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο, καθώς η πολιτική κουλτούρα κάθε χώρας επηρεάζει άμεσα την εννοιολόγηση του εθνικού συμφέροντος και των επιμέρους στόχων.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η εικόνα μιας χώρας δεν είναι ταυτόσημη με τις διακυμάνσεις των επίσημων διμερών σχέσεων. Αποτελείται από συστατικά στοιχεία, τα οποία έχουν τη δική τους διαδρομή και αντοχή στο χρόνο, και ακόμη και όταν μοιάζει να έχουν ατονήσει, μπορεί να ενεργοποιούνται εκ νέου δοθείσης της κατάλληλης συγκυρίας. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι μια εικόνα έχει τρεις διαστάσεις, την γνωστική, την συγκινησιακή και την κανονιστική. Δεν εξαντλείται δηλ σε ένα σύνολο πληροφοριών γνωστικού τύπου, αλλά εμπεριέχει μια δέσμη συναισθημάτων και συγκινησιακών αποκρίσεων, καθώς επίσης κινητοποιεί ορισμένα προτάγματα, παρακινεί δηλ σε μια ορισμένη συμπεριφορά. Μου επιτρέπει ή μου απαγορεύει να ενεργήσω με συγκεκριμένους τρόπους σε σχέση με τη χώρα αυτή και ό,τι συνδέω με αυτήν.
Μερικές φορές, κάνω ένα μικρό πείραμα με τους φοιτητές μου, για να καταλάβουν την έννοια της εικόνας τους δίνω τα ονόματα ορισμένων χωρών και τους ζητάω να καταγράψουν αυθόρμητα τις 5 πρώτες λέξεις που τους έρχονται στο μυαλό όταν αναφέρεται η συγκεκριμένη χώρα. Δεν θα αποτελεί ίσως έκπληξη ότι οι συχνότερες τέτοιες λέξη όταν πρόκειται για τη Γερμανία είναι η Κατοχή και ο ναζισμός. Το έχουμε δει αυτό άλλωστε σαν εύρημα σε μια σειρά ερευνών κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια, ενώ αποτυπώθηκε και σε μια σειρά ερευνών στο επίπεδο του δημόσιου λόγου, ιδίως στα χρόνια της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
Είχα την ευκαιρία να δουλέψω κι εγώ πάνω σε ένα τέτοιο υλικό στο δημόσιο λόγο της περιόδου 2010-2015. Θα ακούσουμε τα πορίσματα της έρευνας του κ. Meinardus για το θέμα αυτό και πώς εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Έχει όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ο αντιγερμανικός λόγος στην Ελλάδα της κρίσης δεν ήταν μόνο πολιτικό εργαλείο στα χέρια του τότε κομματικού συστήματος, το οποίο ενίοτε υπερέβαινε την τότε διάκριση μνημονιακών/αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων. Ήταν επίσης το προϊόν της συνάντησης των στρατηγικών των πολιτικών ελίτ με τις μαζικές πεποιθήσεις στην ελληνική κοινωνία.
Είναι σαφές ότι η περίοδος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία στην ελληνική συλλογική μνήμη έχει συνδεθεί κατά κύριο λόγο με τη γερμανική κατοχή αποτελεί ένα συλλογικό τραύμα για την ελληνική κοινωνία. Η δεκαετία του 1940 άλλωστε εξακολουθεί να δίνει υλικό στις παραταξιακές και κομματικές ταυτότητες στην Ελλάδα, ενώ η βιβλιογραφική παραγωγή για τη συγκεκριμένη περίοδο έρχεται πρώτη στις προτιμήσεις των Ελλήνων αναγνωστών. Όμως, αυτή η εύκολα εξηγήσιμη έμφαση στη δεκαετία του 1940 δεν έχει επιτρέψει, θεωρώ, μια ολοκληρωμένη και συνεκτική ανάλυση της εικόνας της Γερμανίας στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τις μέρες μας, που θα έδειχνε τα σημεία τομής και τις συνέχειες, κυρίως στο επίπεδο των μαζικών πεποιθήσεων.
Πρόσφατα ολοκλήρωσα, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου, μια έρευνα σχετικά με την εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω και στη σημερινή συγκυρία. Και αυτό είναι η περιορισμένη βάση της λεγόμενης τότε γερμανοφιλίας στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ δηλ η θετική πρόσληψη της Γερμανίας, ως προτύπου για τη συγκρότηση του κράτους, ως επιστημονικού και πολιτισμικού προτύπου, είχε σημαντική απήχηση μεταξύ των ελίτ, δεν συνέβαινε το ίδιο στο επίπεδο των μαζών. Δεν υπήρχε δηλ. μια από τα κάτω ροπή προς τη γερμανική κουλτούρα, γλώσσα κλπ, σε αντιδιαστολή προς την έντονη ροπή προς το αγγλικό, γαλλικό ή αργότερα αμερικάνικο πρότυπο.
Αυτή η διάσταση, δηλ, η διάσταση μεταξύ ελίτ και κοινής γνώμης, φαίνεται να επηρεάζει επίσης και την γερμανική δημόσια διπλωματία στην Ελλάδα σήμερα. Θεωρώ ότι η γερμανική δημόσια διπλωματία υπήρξε ιδιαίτερα συστηματική και δραστήρια από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και εξής, αλλά φαίνεται να είναι περισσότερο προσανατολισμένη, και επιτυχής, στις ελληνικές πνευματικές και πολιτικές ελίτ και λιγότερο στο μαζικό επίπεδο. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος, μεταξύ ελίτ και κοινής γνώμης στην Ελλάδα παραμένει μάλλον ένα ζητούμενο. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα προς μελέτη αποτελούν οι επισκέψεις των Γερμανών επισήμων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Εγώ πάντως τις μελετώ συστηματικά για λόγους επαγγελματικής διαστροφής. Αν οι επισκέψεις της Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα της κρίσης ήταν μία μελέτη περίπτωσης για τον κρισιακό εθνικισμό και ευρωσκεπτικισμό, αξίζει να δούμε και την περίπτωση της πρόσφατης επίσκεψης του Γερμανού Προέδρου. Μία καλά προετοιμασμένη επίσκεψη, στο επίπεδο της δημόσιας διπλωματίας, που ωστόσο βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρόκληση της μνήμης του ΒΠΠ τόσο στο επίπεδο της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας όσο και των τοπικών κοινωνιών.
Ήταν το 2002 όταν ο Jan Werner Muller με το βιβλίο Memory and Power in postwar Europe έφερε στο προσκήνιο τους πολλούς και σύνθετους τρόπους με τους οποίους το παρελθόν είναι παρόν και επενεργεί στη σύγχρονη πολιτική. Η ιστορική μνήμη είναι λοιπόν ένα κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Χάγκεν Φλάισερ άνοιξε αυτή τη συζήτηση στην ελληνική ιστοριογραφία με το βιβλίο του οι Πόλεμοι της Μνήμης.
Oι Πόλεμοι της Μνήμης δεν έληξαν με το τέλος της προηγούμενης οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι να παρακολουθήσουμε την αναζωπύρωσή τους, σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο πολιτικό και γεωπολιτικό σκηνικό. Από τη μία πλευρά είμαστε εν αναμονή της αρχιτεκτονικής που θα λάβει το διεθνές σύστημα, η κατανομή ισχύος σε αυτό και οι νέες ισορροπίες του μετά τα δεδομένα που θα δημιουργήσει ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και η δεύτερη προεδρική θητεία του Ντοναλντ Τραμπ. Το σίγουρο είναι ότι ο μεταδιπολικός κόσμος έχει εκπνεύσει και μαζί του η διατλαντική σχέση όπως είχε διαμορφωθεί από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Παράλληλα, οι επιμέρους κομματικές εκφάνσεις της άκρας δεξιάς και της λεγόμενης εναλλακτικής δεξιάς, σε διάφορα γεωγραφικά σημεία, αναμφίβολα θα επηρεάσουν τις προσλήψεις εχθρών και φίλων στη διεθνή σκηνή και θα μεταβάλουν τους τρόπους με τους οποίους κατανοείται και εκφράζεται η εθνική ταυτότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια του συνόρου και της εδαφικότητας επανέρχεται στο προσκήνιο και στο δημόσιο λόγο, με μια ένταση που δεν είναι αναγκαστικά μια επιστροφή στο Μεσοπόλεμο ή στο μεταψυχροπολεμικό σκηνικό της αναζωπύρωσης των εθνικισμών. Είναι μια νέα συνθήκη που τροφοδοτείται από το περιβάλλον των πολύ-κρίσεων, από την οικονομική κρίση μέχρι την πανδημία, και παραπέμπει σε μια επεξεργασία νέων συλλογικών ταυτοτήτων. Μπορεί οι κομματικοί εκφραστές αυτού του φαινομένου να έχουν μια περιορισμένη εκλογική δυναμική, όμως κομμάτια αυτού του νέου τρόπου πρόσληψης του εθνικού εαυτού διαχέονται σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού.
Από τις πολλές σκέψεις που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε για να εξηγήσουμε αυτό το φαινόμενο, θα ήθελα να ξεχωρίσω μία πτυχή που νομίζω ότι συνδέεται και με τη σημερινή μας συζήτηση και αυτή είναι η διάσταση των συναισθημάτων, στο συλλογικό επίπεδο και ο τρόπος με τον οποίο τροφοδοτούν πολιτικές συμπεριφορές. Αυτό που θα ονομάζαμε δηλαδή δομές συναισθημάτων. Σε αυτό το ρεύμα ανάλυσης, θα βρούμε συμβολές που εστιάζουν σε μια σειρά πολιτικών φαινομένων, από το Brexit μέχρι την εκλογή Τραμπ. Πριν λίγες μόλις εβδομάδες εκδόθηκε ένα βιβλίο που μιλάει για το μετασχηματισμό της ντροπής και της απώλειας που βιώνουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες σε οργή, θυμό και τελικά σε ψήφο υπέρ του Τραμπ, ψήφος η οποία επιτρέπει στην ντροπή να γίνει τελικά «κλεμμένη περηφάνια», όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου (Stolen Pride 2024).
Σε αυτό το ρεύμα θα άξιζε επίσης, και θα κλείσω με αυτό, να σταθούμε στο έργο του Γερμανού κοινωνιολόγου, Αντρέας Ρέκβιτς, το Τέλος των Ψευδαισθήσεων, που κυκλοφόρησε φέτος στα ελληνικά. Τι θα μας έλεγε εδώ ο Ρέκβιτς; Ότι είμαστε ενώπιον μιας πολιτισμικοποίησης 2, όπως την ονομάζει, ενός διεθνικού δηλαδή κύματος αντίδρασης απέναντι στην πολιτισμικοποίηση 1, που είναι το επίσης διεθνικό σύμπαν των φιλελεύθερων κοσμοπολίτικων ιδέων, οι οποίες έχουν ταυτιστεί με τις δυναμικές μεσαίες τάξεις του πλανήτη. Στην πολιτισμικοποίηση 2, ομάδες εχθρικές μεταξύ τους, συνδέονται μέσω μιας κοινής προσπάθειας περιχαράκωσης της πολιτισμικής ουσίας. Αυτός ο νέος τρόπος σύλληψης του εθνικού εαυτού και των εχθρών του συναντιέται με την απόρριψη των ελίτ (ή των θεωρούμενων ως τέτοιων ) και την αντισυστημικότητα. Ο Ρέκβιτς εμφανίζεται σχετικά αισιόδοξος ότι η απάντηση στην περιχαράκωση θα μπορούσε να προέλθει από μίας νέας μορφής οικουμενικότητα. Το ανοικτό ερώτημα για εμάς είναι ποιες δομές συναισθημάτων κινητοποιούνται και ποιες θα είναι οι πολιτικές τους εκφράσεις, τη στιγμή που η Ελλάδα, η Γερμανία και η ΕΕ θα πρέπει να βρουν κοινές λύσεις σε θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, θέματα όπως το μεταναστευτικό, ο πόλεμος στην Ουκρανία ή οι σχέσεις με την Τουρκία.
Εμείς, που δεν έχουμε ίσως το εύρος οραματισμού και αισιοδοξίας του Ρέκβιτς, μπορούμε να είμαστε σε εγρήγορση μελετώντας και ερμηνεύοντας τις εκφράσεις της «κλεμμένης περηφάνιας», που μπορεί να διεκδικούν το μερίδιό τους στα ερμηνευτικά σχήματα Ελλήνων, Γερμανών και Ευρωπαίων.
Statement von Professor Jenny Lialiouti, Direktorin des Labors für das Studium der griechisch-deutschen Beziehungen der Universität von Athen, auf dem Panel 3: „Griechenland und Deutschland in der EU: gemeinsame Ziele? Gemeinsame Politik?“
Ich möchte aus meiner Perspektive zur Diskussion beitragen, da ich mich auf Themen der modernen Geschichte, der öffentlichen Diplomatie und des Images fremder Länder spezialisiere. Ausgehend von der zentralen Fragestellung unserer heutigen Diskussion über gemeinsame Ziele und Politiken zwischen Griechenland und Deutschland in der EU, sollten wir beachten, dass die Formulierung von Zielen und Politiken, auch wenn wir dazu neigen, sie der politischen Führung zuzuschreiben, ein dynamischer Prozess ist. Dieser kann nicht von den Strömungen in der Gesellschaft und den Wahrnehmungen auf Ebene der öffentlichen Meinung getrennt werden. Historisches Gedächtnis und dessen Nutzung spielen dabei zusammen mit kulturellen Stereotypen eine wichtige Rolle, da die politische Kultur jedes Landes direkt die Konzeption des nationalen Interesses und spezifischer Ziele beeinflusst.
Es ist ferner zu betonen, dass das Image eines Landes nicht mit den Schwankungen der offiziellen bilateralen Beziehungen gleichzusetzen ist. Es setzt sich aus Elementen zusammen, die ihre eigene Entwicklung und Beständigkeit über die Zeit haben. Selbst wenn sie zu verblassen scheinen, können sie unter den richtigen Bedingungen wieder aktiviert werden. Ein Image umfasst drei Dimensionen: die kognitive, die emotionale und die normative. Es handelt sich also nicht nur um ein Set kognitiver Informationen, sondern auch um ein Bündel von Emotionen und emotionalen Reaktionen. Zudem aktiviert es normative Vorgaben und regt zu spezifischen Verhaltensweisen an. Es erlaubt oder verbietet mir, in bestimmter Weise in Bezug auf dieses Land oder dessen Assoziationen zu handeln.
Um das Konzept des Images zu verdeutlichen, führe ich manchmal ein kleines Experiment mit meinen Studierenden durch: Ich nenne ihnen die Namen einiger Länder und bitte sie, spontan fünf Wörter aufzuschreiben, die ihnen zu diesem Land einfallen. Es überrascht wohl kaum, dass bei Deutschland häufig Begriffe wie Besatzung und Nationalsozialismus dominieren. Diese Ergebnisse finden sich auch in zahlreichen Meinungsumfragen der letzten Jahre und spiegeln sich im öffentlichen Diskurs wider, besonders während der griechischen Wirtschaftskrise. Ich hatte selbst die Gelegenheit, solches Material aus der Zeit von 2010 bis 2015 zu analysieren. Heute werden wir die Ergebnisse von Herrn Mainardus zu diesem Thema hören und wie sich das Bild Deutschlands bis heute entwickelt hat. Es ist jedoch bemerkenswert, dass der antideutsche Diskurs in Griechenland während der Krise nicht nur ein politisches Werkzeug des damaligen Parteiensystems war, das über die Unterscheidung zwischen pro- und anti-Memorandum-Parteien hinausging. Es war auch das Produkt eines Zusammenwirkens zwischen den Strategien der politischen Eliten und den Überzeugungen der breiten Bevölkerung.
Offensichtlich ist die Zeit des Zweiten Weltkriegs, die in der griechischen kollektiven Erinnerung hauptsächlich mit der deutschen Besatzung verknüpft wird, ein kollektives Trauma für die griechische Gesellschaft. Die 1940er-Jahre prägen weiterhin parteipolitische und ideologische Identitäten in Griechenland, und die Literatur zu diesem Zeitraum gehört zu den beliebtesten unter griechischen Lesern. Diese verständliche Betonung der 1940er-Jahre hat jedoch, so meine ich, eine umfassende und kohärente Analyse des Deutschlandbildes in Griechenland von Ende des 19. Jahrhunderts bis heute verhindert, die Schnittstellen und Kontinuitäten insbesondere auf Ebene der Massenüberzeugungen beleuchten würde. Kürzlich habe ich im Rahmen des Labors eine Untersuchung zum Deutschlandbild in Griechenland während des Ersten Weltkriegs abgeschlossen. Ein interessantes Detail, das sich weiter erforschen ließe, ist die begrenzte Basis der sogenannten Germanophilie in der griechischen Gesellschaft jener Zeit.
Während das positive Bild Deutschlands als Modell für den Staatsaufbau, als wissenschaftliches und kulturelles Vorbild unter den Eliten weit verbreitet war, war dies auf Massenniveau nicht der Fall. Es gab keine “von unten” kommende Neigung zur deutschen Kultur, Sprache usw., im Gegensatz zu einer stärkeren Hinwendung zum britischen, französischen oder später amerikanischen Vorbild. Diese Diskrepanz zwischen Eliten und öffentlicher Meinung beeinflusst auch die deutsche öffentliche Diplomatie in Griechenland heute. Die deutsche öffentliche Diplomatie war seit der Wirtschaftskrise besonders systematisch und aktiv, scheint jedoch stärker auf griechische intellektuelle und politische Eliten ausgerichtet und erfolgreich zu sein als auf Massenebene. Diese Kluft zwischen Eliten und öffentlicher Meinung bleibt eine Herausforderung.
Ein interessantes Studienbeispiel sind die Besuche deutscher Amtsträger in Griechenland in den letzten Jahren. Diese analysiere ich systematisch aus beruflicher Gewohnheit. Wenn die Besuche Angela Merkels im krisengeschüttelten Athen als Fallstudie für krisenbedingten Nationalismus und Euroskeptizismus dienten, so lohnt es sich auch, den jüngsten Besuch des deutschen Bundespräsidenten zu betrachten. Dieser von der öffentlichen Diplomatie gut vorbereitete Besuch stieß auf die Herausforderung des Gedächtnisses an den Zweiten Weltkrieg sowohl auf Ebene der griechischen politischen Führung als auch der lokalen Gemeinschaften.
Im Jahr 2002 brachte Jan Werner Müller mit seinem Buch Memory and Power in Postwar Europe die vielfältigen und komplexen Wege ins Gespräch, wie die Vergangenheit in der Gegenwart präsent ist und auf die moderne Politik wirkt. Historisches Gedächtnis ist also ein hochpolitisches Thema. Zehn Jahre später eröffnete Hagen Fleischer mit seinem Buch „Die Kriege des Gedächtnisses“ diese Diskussion in der griechischen Historiographie. Diese “Kriege des Gedächtnisses” endeten nicht mit der Wirtschaftskrise. Im Gegenteil, ich denke, wir stehen kurz davor, ihr Wiederaufflammen in einem sich rasant wandelnden politischen und geopolitischen Kontext zu beobachten.
Von einer Seite erwarten wir, welche Architektur das internationale System nach dem russisch-ukrainischen Krieg und einer möglichen zweiten Amtszeit Donald Trumps annehmen wird. Die postbipolare Weltordnung ist Vergangenheit, und mit ihr die transatlantische Beziehung, wie sie sich seit der zweiten Hälfte des 20. Jahrhunderts gestaltete. Parallel dazu werden die nationalistischen Tendenzen rechter Bewegungen die Wahrnehmungen von Freund und Feind beeinflussen und die Konzepte nationaler Identität umformen. In diesem Kontext kehrt die Bedeutung von Grenzen und Territorialität mit neuer Intensität zurück, die nicht notwendigerweise eine Wiederholung der Zwischenkriegszeit oder der nachkalten Kriegszeit darstellt. Vielmehr handelt es sich um eine neue Situation, die durch eine Umgebung multipler Krisen – von der Wirtschaftskrise bis zur Pandemie – genährt wird und neue kollektive Identitäten hervorbringt.
Von den vielen möglichen Überlegungen möchte ich eine hervorheben, die mit unserer Diskussion heute zusammenhängt: die emotionale Dimension auf kollektiver Ebene und wie sie politisches Verhalten prägt – das, was wir als emotionale Strukturen bezeichnen könnten. Diese Analyse hat sich mit politischen Phänomenen wie dem Brexit oder der Wahl Trumps befasst. Vor wenigen Wochen wurde ein Buch veröffentlicht, das beschreibt, wie Scham und Verlust, die bestimmte gesellschaftliche Gruppen empfinden, in Wut und letztlich in eine Stimme für Trump umgewandelt werden, was es der Scham erlaubt, zur “gestohlenen Stolz” zu werden, wie der Titel des Buches lautet (Stolen Pride 2024).
In diesem Zusammenhang wäre es auch lohnenswert, sich mit dem Werk des deutschen Soziologen Andreas Reckwitz Das Ende der Illusionen zu befassen, das kürzlich auf Griechisch erschienen ist. Reckwitz beschreibt, dass wir einer “Kulturalisierung 2” gegenüberstehen, einer transnationalen Reaktion gegen die “Kulturalisierung 1” – das liberale kosmopolitische Universum der dynamischen Mittelschichten. Die “Kulturalisierung 2” vereint feindselige Gruppen in der Verteidigung einer kulturellen Essenz. Dieses neue Verständnis des nationalen Selbst trifft auf Elitenverachtung und Antisystemhaltung. Reckwitz bleibt jedoch optimistisch, dass eine neue Form von Universalismus eine Antwort auf diese Isolation bieten könnte.
Die offene Frage für uns ist, welche emotionalen Strukturen mobilisiert werden und welche politischen Ausdrücke sie finden werden, während Griechenland, Deutschland und die EU gemeinsame Lösungen für Themen finden müssen, für die es keine einheitliche Sichtweise in den europäischen Gesellschaften gibt – wie Migration, der Krieg in der Ukraine oder die Beziehungen zur Türkei. Wir, die vielleicht nicht den Weitblick und den Optimismus Reckwitz’ teilen, können wachsam bleiben, indem wir die Ausdrucksformen des “gestohlenen Stolzes” analysieren, die ihren Platz in den Denkschemata von Griechen, Deutschen und Europäern beanspruchen.